- σαντονικόν
- σαντονικόν, τό, a kind ofA wormwood found in the country of the Santones in Gaul, worm-seed, Artemisia maritima, Dsc.3.23 (with vv.ll.; σαντονίον in lemmate), Gal.11.804.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαντονικόν — wormwood neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαντονικοῦ — σαντονικόν wormwood neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαντονίνη — η, Ν (φαρμ.) τοξικό φάρμακο που λαμβάνεται από τα αποξηραμένα άνθη διαφόρων ασιατικών ειδών τού γένους φυτών αρτεμισία και χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν ως ένα από τα πρώτα ανθελμινθικά, ωσότου αντικαταστάθηκε από άλλα, πιο αποτελεσματικά και… … Dictionary of Greek